ταγέρ

ταγέρ
το
άκλ. (λ. γαλλ.), γυναικείο ρούχο, που το πάνω μέρος του μοιάζει με αντρικό σακάκι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ταγέρ — το, Ν βλ. ταγιέρ …   Dictionary of Greek

  • ταγιέρ — και ταγέρ, το, Ν άκλ. είδος γυναικείου ενδύματος που αποτελείται από φούστα και σακάκι ίδιου υφάσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tailleur «ράφτης, γυναικείο ένδυμα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”