- ταγέρ
- τοάκλ. (λ. γαλλ.), γυναικείο ρούχο, που το πάνω μέρος του μοιάζει με αντρικό σακάκι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.